- φτωχοπροδρομισμός
- ο, Ν πτωχοπροδρομισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτωχοπροδρομισμός — ο η τάση να γίνεται λόγος από φτωχό για τα βάσανα της φτώχειας του και να ζητιέται με παρακάλια και ικεσίες από τον ίδιο η βοήθεια γνωρίμων και πλουσίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)